- χρονογραφικός
- -ή, -ό, Ν [χρονογράφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρονογράφο ή στην χρονογραφία.επίρρ...χρονογραφικώς και χρονογραφικά Νχωρίς βαθύτερη αιτιολογία, ερμηνεία ή ιδιαίτερο σχολιασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρονογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονογραφία, στο χρονογράφο ή στο χρονογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονογραφικά — Ν επίρρ. βλ. χρονογραφικός … Dictionary of Greek
ԺԱՄԱՆԱԿԱԳԻՐ — (գրի, բաց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c, 13c ա.գ. χρονογράφος chronographus, temporum seu annalium scriptor Մատենագիր ժամանակաց կամ քրոնիկոնի. գրիչ պատմութեանց ըստ համեմատութեան ժամանակաց դարուց ʼի դարս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԺԱՄԱՆԱԿԱԳՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. χρονογραφικός, χρονικός chronographicus, chronicus χρονολογικός ad temporum rationem pertinens Որ ինչ անկ է ժամանակագրութեան. պատմանկան եւ տոմարական. *կամակարագոյնս նաւիցիմք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)